Στις 8 Δεκεμβρίου 1966 το ναυάγιο του επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «Ηράκλειον», συγκλόνισε την Ελλάδα.
Το πλοίο εκτελούσε την ακτοπλοϊκή συγκοινωνία Πειραιάς-Χανιά και Πειραιάς - Ηράκλειο (Κρήτη) την περίοδο 1965-1966.
Ναυπηγήθηκε το 1949 στη Γλασκόβη της Σκοτίας στα ναυπηγεία Fairfield Co Ltd για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας . Το 1964, έπειτα από μετασκευή σε φέρι-μποτ, περιήλθε στην εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου και υψώνοντας την Ελληνική σημαία νηολογήθηκε στον Πειραιά με αριθμό Ν.Π. 2562. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους (1965) δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές Πειραιά - Κρήτης.
Το μοιραίο ταξίδι
Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 1966 και ώρα 7:30 μ.μ., το Ηράκλειον απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας με μισή ώρα καθυστέρηση, μεταφέροντας 206 επιβάτες, 70 μέλη του πληρώματος και 17 φορτηγά στον Πειραιά. Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Εμμανουήλ Βερνίκος. Η κακοκαιρία που υπήρχε στο Κρητικό πέλαγος ανάγκασε το Λιμεναρχείο να απαγορεύσει τον απόπλου των μικρών σκαφών, αλλά τα αναμενόμενα, στο ανοιχτό πέλαγος, 5 ή 6 μποφόρ, δεν θεωρήθηκαν επικίνδυνα για το 19.000 τόνων πλοίο.
Μετά τα μεσάνυχτα, το Ηράκλειον έπλεε στο Μυρτώο Πέλαγος μέσα σε υψηλό κυματισμό με συνεχείς διατοιχισμούς (πλευρικές ταλαντώσεις, «μποτζαρίσματα»), καθώς η ένταση των ανέμων αυξήθηκε σε 8 μποφόρ. Οι επιβάτες άρχισαν να ξυπνάνε στις καμπίνες τους και τα παιδιά να κλαίνε. Τα αυτοκίνητα μετακινήθηκαν και στο γκαράζ άρχισαν να μπαίνουν νερά.
Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, καθώς το πλοίο έπλεε 6 μίλια βορειοανατολικά της Φαλκονέρας, ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο 5 τόνων με φορτίο πορτοκάλια, που φορτώθηκε κάθετα προς το διάμηκες επίπεδο συμμετρίας του πλοίου, απασφαλίστηκε από τους διαρκείς κλυδωνισμούς και χτύπησε με φόρα στην μπουκαπόρτα. Κάποιος ναύτης έτρεξε να ειδοποιήσει τον οδηγό να πάει να το ασφαλίσει. Δεν πρόλαβε. Κατά μαρτυρίες, ο καταπέλτης άνοιξε σταδιακά από τις παλινδρομικές προσκρούσεις του φορτηγού-ψυγείου, γεγονός που επιβεβαιώνει τις υποθέσεις ότι δεν είχε ασφαλισθεί σταθερά με τους 6 πείρους που διέθετε. Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε κι άνοιξε, το φορτηγό-ψυγείο έπεσε στη θάλασσα η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων. Οι άνεμοι στη θαλάσσια περιοχή την ώρα του ναυαγίου υπολογίστηκαν σε 10, τουλάχιστον, μποφόρ.
Μετά την πτώση του φορτηγού ψυγείου στη θάλασσα, το πλοίο ήλθε πάλι στη θέση του και επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας με μόνο τις ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας σε ενέργεια και κατόπιν, λόγω της μεγάλης πλέον ελεύθερης επιφάνειας υδάτων που είχαν κατακλύσει το γκαράζ, το πλοίο άρχισε να παίρνει πολύ μεγάλες κλίσεις.
Στις 02.06' ο ασυρματιστής εξέπεμψε το πρώτο αγωνιώδες SOS:
«Πορθμείον Ηράκλειον. Αυτήν την στιγμήν ανηρπάγη η πόρτα της δεξιάς πλευράς. Θέσις πλοίου επικίνδυνος», ενώ παράλληλα η κλίση αυξανόταν με επιταχυνόμενο ρυθμό και το πλοίο ανέκοπτε την ταχύτητά του. Στη γέφυρα οι αξιωματικοί έκαναν απελπισμένες προσπάθειες, όμως το πλοίο έγερνε κι άλλο κι άρχισε να βυθίζεται. Στις 02:07 σήμανε συναγερμός. Μοιράστηκαν όπως-όπως σωσίβια και ρίχτηκαν οι βάρκες στη θάλασσα. Στις 2.13', μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του Ηράκλειον εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!» και ακολούθησε σιγή.
Χρονικό διάσωσης
Το υποτυπώδες τότε τμήμα επικοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας εις μάτην προσπαθούσε να αναζητήσει πλοία στη γύρω περιοχή του ναυαγίου. Τα Λιμεναρχεία Πειραιώς, Σύρου και Κρήτης ανέφεραν αδυναμία αποστολής μέσων για παροχή βοήθειας, αφού ούτε και ρυμουλκά για τέτοιες ανάγκες υπήρχαν. Δυστυχώς, ούτε το Ε/Γ-Ο/Γ «Μίνως», που έπλεε 15 μίλια βορειότερα, «άκουσε» το σήμα κινδύνου.
Στις 02:30 ενημερώθηκε ο τότε αρχηγός του Λιμενικού Σώματος για το τραγικό συμβάν και βεβαίως για όλες τις δυσχέρειες που το συνόδευαν. Ακολούθως ενημερώθηκε ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε τον υπουργό Εθνικής Αμύνης.
Στις 09.45-10.00 το πρώτο Douglas C-47 Skytrain έφτασε κοντά στο στίγμα, όπου και εντόπισε το φορτηγό-ψυγείο να επιπλέει, συνάμα στον ορίζοντα φαινόταν καθαρά το αγγλικό ναρκαλιευτικό Ashton που έσπευδε ολοταχώς.
Στις 12.00 το τραγικό συμβάν είχε μαθευτεί σχεδόν σε όλο τον Πειραιά, με πρώτους τους συγγενείς που περίμεναν το πρωί το πλοίο να έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο κτήριο των πλοικτητών αδελφών Τυπάλδου στην ακτή Τζελέπη.
Ως τις 17.00, που έπεσε το σκοτάδι, είχαν περισυλλεγεί 45 διασωθέντες. 10-12 ασθενοφόρα από την Αθήνα κατήλθαν μέσω της οδού Πειραιώς τις οδούς Γούναρη και Εθνικής Αντιστάσεως, ενώ άλλα ασθενοφόρα από την Τερψιθέα Πειραιά, όπου βρισκόταν ο σταθμός Πρώτων Βοηθειών του Πειραιά, κινήθηκαν προς τον Άγιο Νικόλαο, όπου θα προσέγγιζε το πλοίο.
Σκηνές αλλοφροσύνης, με τα ξεφωνητά χαράς να εναλλάσσονται με τους σπαρακτικούς θρήνους, εκτυλίχθηκαν για ώρες, μέχρι να μεταφερθούν όλοι οι επιζώντες στο Τζάνειο. Την ίδια ώρα τα Χανιά βυθίστηκαν στο πένθος.
Ώρα 19.00 και ενώ είχε πια νυχτώσει, όταν το Ν/Κ «Ashton» εισήλθε αργά στο λιμένα του Πειραιά που μετέφερε 2 διασωθέντες ναύτες, τους Αντώνιο Καμπούρη και Δημήτριο Οικονόμου από τη Σητεία Κρήτης, καθώς και νεκρούς. Το ίδιο βράδυ παρασημοφορήθηκε ο κυβερνήτης του Ν\Κ «Ashton» από τον βασιλιά.
Ο αριθμός των θυμάτων του ναυαγίου
Τα θύματα ανήλθαν σε 247, αλλά αργότερα άλλες πηγές ανέβασαν τον αριθμό τους σε 277, χωρίς σε αυτούς να συμπεριλαμβάνονται φυλακισμένοι και αθίγγανοι που βρισκόταν στο πλοίο.
Μετά το τραγικό αυτό ναυάγιο καθορίστηκαν μελέτες για δημιουργία επί τούτου θαλάμων επιχειρήσεων έρευνας διάσωσης τόσο στο ΥΕΝ όσο και στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, επίσης τότε καθορίστηκε ο θεσμός του «σκοπούντος πλοίου» (ένα πολεμικό πλοίο από κάθε κατηγορία κάνει επιφυλακή 24ωρης ετοιμότητας στο ναύσταθμο), καθώς και ο καθορισμός άδειας απόπλου σύμφωνα με τις υφιστάμενες κάθε φορά καιρικές συνθήκες και όχι «κατά κρίσιν πλοιάρχου».
Ναυπηγήθηκε το 1949 στη Γλασκόβη της Σκοτίας στα ναυπηγεία Fairfield Co Ltd για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας . Το 1964, έπειτα από μετασκευή σε φέρι-μποτ, περιήλθε στην εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου και υψώνοντας την Ελληνική σημαία νηολογήθηκε στον Πειραιά με αριθμό Ν.Π. 2562. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους (1965) δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές Πειραιά - Κρήτης.
Το μοιραίο ταξίδι
Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 1966 και ώρα 7:30 μ.μ., το Ηράκλειον απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας με μισή ώρα καθυστέρηση, μεταφέροντας 206 επιβάτες, 70 μέλη του πληρώματος και 17 φορτηγά στον Πειραιά. Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Εμμανουήλ Βερνίκος. Η κακοκαιρία που υπήρχε στο Κρητικό πέλαγος ανάγκασε το Λιμεναρχείο να απαγορεύσει τον απόπλου των μικρών σκαφών, αλλά τα αναμενόμενα, στο ανοιχτό πέλαγος, 5 ή 6 μποφόρ, δεν θεωρήθηκαν επικίνδυνα για το 19.000 τόνων πλοίο.
Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, καθώς το πλοίο έπλεε 6 μίλια βορειοανατολικά της Φαλκονέρας, ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο 5 τόνων με φορτίο πορτοκάλια, που φορτώθηκε κάθετα προς το διάμηκες επίπεδο συμμετρίας του πλοίου, απασφαλίστηκε από τους διαρκείς κλυδωνισμούς και χτύπησε με φόρα στην μπουκαπόρτα. Κάποιος ναύτης έτρεξε να ειδοποιήσει τον οδηγό να πάει να το ασφαλίσει. Δεν πρόλαβε. Κατά μαρτυρίες, ο καταπέλτης άνοιξε σταδιακά από τις παλινδρομικές προσκρούσεις του φορτηγού-ψυγείου, γεγονός που επιβεβαιώνει τις υποθέσεις ότι δεν είχε ασφαλισθεί σταθερά με τους 6 πείρους που διέθετε. Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε κι άνοιξε, το φορτηγό-ψυγείο έπεσε στη θάλασσα η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων. Οι άνεμοι στη θαλάσσια περιοχή την ώρα του ναυαγίου υπολογίστηκαν σε 10, τουλάχιστον, μποφόρ.
Μετά την πτώση του φορτηγού ψυγείου στη θάλασσα, το πλοίο ήλθε πάλι στη θέση του και επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας με μόνο τις ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας σε ενέργεια και κατόπιν, λόγω της μεγάλης πλέον ελεύθερης επιφάνειας υδάτων που είχαν κατακλύσει το γκαράζ, το πλοίο άρχισε να παίρνει πολύ μεγάλες κλίσεις.
Στις 02.06' ο ασυρματιστής εξέπεμψε το πρώτο αγωνιώδες SOS:
«Πορθμείον Ηράκλειον. Αυτήν την στιγμήν ανηρπάγη η πόρτα της δεξιάς πλευράς. Θέσις πλοίου επικίνδυνος», ενώ παράλληλα η κλίση αυξανόταν με επιταχυνόμενο ρυθμό και το πλοίο ανέκοπτε την ταχύτητά του. Στη γέφυρα οι αξιωματικοί έκαναν απελπισμένες προσπάθειες, όμως το πλοίο έγερνε κι άλλο κι άρχισε να βυθίζεται. Στις 02:07 σήμανε συναγερμός. Μοιράστηκαν όπως-όπως σωσίβια και ρίχτηκαν οι βάρκες στη θάλασσα. Στις 2.13', μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του Ηράκλειον εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!» και ακολούθησε σιγή.
Χρονικό διάσωσης
Το υποτυπώδες τότε τμήμα επικοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας εις μάτην προσπαθούσε να αναζητήσει πλοία στη γύρω περιοχή του ναυαγίου. Τα Λιμεναρχεία Πειραιώς, Σύρου και Κρήτης ανέφεραν αδυναμία αποστολής μέσων για παροχή βοήθειας, αφού ούτε και ρυμουλκά για τέτοιες ανάγκες υπήρχαν. Δυστυχώς, ούτε το Ε/Γ-Ο/Γ «Μίνως», που έπλεε 15 μίλια βορειότερα, «άκουσε» το σήμα κινδύνου.
Στις 02:30 ενημερώθηκε ο τότε αρχηγός του Λιμενικού Σώματος για το τραγικό συμβάν και βεβαίως για όλες τις δυσχέρειες που το συνόδευαν. Ακολούθως ενημερώθηκε ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε τον υπουργό Εθνικής Αμύνης.
Στις 09.45-10.00 το πρώτο Douglas C-47 Skytrain έφτασε κοντά στο στίγμα, όπου και εντόπισε το φορτηγό-ψυγείο να επιπλέει, συνάμα στον ορίζοντα φαινόταν καθαρά το αγγλικό ναρκαλιευτικό Ashton που έσπευδε ολοταχώς.
Στις 12.00 το τραγικό συμβάν είχε μαθευτεί σχεδόν σε όλο τον Πειραιά, με πρώτους τους συγγενείς που περίμεναν το πρωί το πλοίο να έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο κτήριο των πλοικτητών αδελφών Τυπάλδου στην ακτή Τζελέπη.
Ως τις 17.00, που έπεσε το σκοτάδι, είχαν περισυλλεγεί 45 διασωθέντες. 10-12 ασθενοφόρα από την Αθήνα κατήλθαν μέσω της οδού Πειραιώς τις οδούς Γούναρη και Εθνικής Αντιστάσεως, ενώ άλλα ασθενοφόρα από την Τερψιθέα Πειραιά, όπου βρισκόταν ο σταθμός Πρώτων Βοηθειών του Πειραιά, κινήθηκαν προς τον Άγιο Νικόλαο, όπου θα προσέγγιζε το πλοίο.
Σκηνές αλλοφροσύνης, με τα ξεφωνητά χαράς να εναλλάσσονται με τους σπαρακτικούς θρήνους, εκτυλίχθηκαν για ώρες, μέχρι να μεταφερθούν όλοι οι επιζώντες στο Τζάνειο. Την ίδια ώρα τα Χανιά βυθίστηκαν στο πένθος.
Ώρα 19.00 και ενώ είχε πια νυχτώσει, όταν το Ν/Κ «Ashton» εισήλθε αργά στο λιμένα του Πειραιά που μετέφερε 2 διασωθέντες ναύτες, τους Αντώνιο Καμπούρη και Δημήτριο Οικονόμου από τη Σητεία Κρήτης, καθώς και νεκρούς. Το ίδιο βράδυ παρασημοφορήθηκε ο κυβερνήτης του Ν\Κ «Ashton» από τον βασιλιά.
Ο αριθμός των θυμάτων του ναυαγίου
Τα θύματα ανήλθαν σε 247, αλλά αργότερα άλλες πηγές ανέβασαν τον αριθμό τους σε 277, χωρίς σε αυτούς να συμπεριλαμβάνονται φυλακισμένοι και αθίγγανοι που βρισκόταν στο πλοίο.
Μετά το τραγικό αυτό ναυάγιο καθορίστηκαν μελέτες για δημιουργία επί τούτου θαλάμων επιχειρήσεων έρευνας διάσωσης τόσο στο ΥΕΝ όσο και στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, επίσης τότε καθορίστηκε ο θεσμός του «σκοπούντος πλοίου» (ένα πολεμικό πλοίο από κάθε κατηγορία κάνει επιφυλακή 24ωρης ετοιμότητας στο ναύσταθμο), καθώς και ο καθορισμός άδειας απόπλου σύμφωνα με τις υφιστάμενες κάθε φορά καιρικές συνθήκες και όχι «κατά κρίσιν πλοιάρχου».
Πηγή: ekriti.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου