Στροφή στα αλκοολούχα ποτά που παράγονται στην Ελλάδα έχει κάνει τα τελευταία χρόνια το καταναλωτικό κοινό. Αυτό καταδεικνύουν...
τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), βάσει των οποίων σε επίπεδο δεκαετίας (2014-2023) η κατανάλωση των εγχωρίως παραγομένων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, εμφανίζει σημαντική αύξηση +16,4%, κάτι που αντιστοιχεί σε 1 εκατομμύριο λίτρα αλκοόλης ή 3,6 εκατομμύρια φιάλες περισσότερες στο χρονικό διάστημα αυτό.
Σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, η εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος της εγχώριας παραγωγής φαίνεται να έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα ανάπτυξης, ποιοτικά αλλά και παραγωγικά, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μερικά χρόνια.
Ως προς τη διάθεση αλκοολούχων ποτών εντός Ελλάδας, κατά την περίοδο 2014-2019 παρουσίασε διακυμάνσεις ανά έτος, με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 6,1 εκατομμύρια λίτρα ανά έτος. Μετά το 2020, που εμφάνισε τη μεγαλύτερη μείωση λόγω COVID, καταγράφονται ετήσιες σημαντικές αυξήσεις και μεγαλύτερη αύξηση στο επόμενο έτος, 2021 (+24,5%), και το 2022 (+24,2%). Το 2023 εξελίχθηκε σε αρκετά καλή χρονιά, καθώς συνεχίζεται η ανοδική τάση, και εμφανίζει αύξηση 4,9% (+330.000 λίτρα αλκοόλης ή 1,18 εκατομμύρια φιάλες).
300 επιχειρήσεις παραγωγής σε όλη την Ελλάδα
Στον κλάδο της παραγωγής αλκοολούχων ποτών δραστηριοποιούνται περίπου 300 επιχειρήσεις –αποσταγματοποιεία και ποτοποιεία– , που παρέχουν προϊόντα με καθιερωμένα εμπορικά σήματα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Στην πλειονότητά τους, οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα και τοπικής εμβέλειας, διεσπαρμένες κυρίως στην περιφέρεια .
Σε γενικές γραμμές, η ελληνική ποτοποιία έχει δείξει σημαντική πρόοδο στην πάροδο των χρόνων, διατηρώντας τη δυναμική της πορεία μέσα στις δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν από το 2010. Η πανδημία αποτέλεσε μια δοκιμασία για τον κλάδο, καθώς επηρέασε ιδιαίτερα την εγχώρια κατανάλωση. Το 2021 ο κλάδος άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει στα προ COVID επίπεδα, με το 2022 να αποτελεί μια χρονιά-ορόσημο για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών, καθώς καταγράφηκαν σημαντικές αυξήσεις (σε επίπεδο όγκου), τόσο στην παραγωγή +12,5% και στην κατανάλωση +24,2% όσο και στις εξαγωγές +5,2%.
Το 2023 καταγράφηκε ελαφρά κάμψη στην ανοδική πορεία του κλάδου αλκοολούχων, με την παραγωγή να μειώνεται κατά 2,3% (-482.000 λίτρα αλκοόλης) και τις εξαγωγές να κινούνται επίσης καθοδικά κατά 4,3% (-610.000 λίτρα αλκοόλης). Εξαίρεση εμφανίζει η κατανάλωση των εγχωρίως παραγόμενων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, που εμφανίζει αύξηση +4,9% (+330.000 λίτρα αλκοόλης).
Κυριαρχεί το ούζο – Ανοδική η πορεία για το τσίπουρο
Να σημειωθεί ότι το ούζο παραμένει κυρίαρχο στην εγχώρια παραγωγή, με 12,8 εκατομμύρια λίτρα το 2023, από 13,5 εκατομμύρια το 2022. Ακολουθούν τα λοιπά αλκοολούχα ποτά, με παραγωγή 4,8 εκατομμυρίων λίτρων πέρυσι, από 4,9 εκατομμύρια λίτρα το 2022, και αμέσως μετά το τσίπουρο, το οποίο δείχνει μια σταθερά ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια και με την παραγωγή του να ανέρχεται στα 2,1 εκατομμύρια λίτρα το 2023, έναντι 1,9 εκατομμυρίων λίτρων το 2022. Στην τελευταία θέση βρίσκονται τα λικέρ, με 1,1 εκατομμύρια λίτρα το 2023, από 0,9 εκατομμύρια λίτρα το 2022.
Ανοδικά οι εξαγωγές σε όγκο και αξία
Ο κλάδος της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας χαρακτηρίζεται από υψηλή εξωστρέφεια, με ανοδική πορεία στις εξαγωγές, όπως αποτυπώνεται και από τα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους της τελευταίας δεκαετίας, όπου καταγράφεται αύξηση κατά 18,1% ως προς τον όγκο, κάτι που σημαίνει αύξηση κατά 2 εκατομμύρια λίτρα αλκοόλης ή κατά 7,4 εκατομμύρια φιάλες. Το 2023 παρατηρήθηκε κάμψη της ποσότητας των εξαγωγών των αλκοολούχων ποτών της ελληνικής παραγωγής κατά 4,8%. Επί της ουσίας, οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε 13,5 εκατομμύρια λίτρα, από 14,1 εκατομμύρια λίτρα που ήταν το 2022. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat που επεξεργάστηκε ο ΣΕΑΟΠ, το 2023 έκλεισε με αύξηση της αξίας των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών κατά 9,4%, ξεπερνώντας το φράγμα των 100 εκατομμυρίων ευρώ, και συγκεκριμένα από τα 97 εκατομμύρια ευρώ στα 106 εκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, η εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος της εγχώριας παραγωγής φαίνεται να έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα ανάπτυξης, ποιοτικά αλλά και παραγωγικά, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μερικά χρόνια.
Ως προς τη διάθεση αλκοολούχων ποτών εντός Ελλάδας, κατά την περίοδο 2014-2019 παρουσίασε διακυμάνσεις ανά έτος, με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 6,1 εκατομμύρια λίτρα ανά έτος. Μετά το 2020, που εμφάνισε τη μεγαλύτερη μείωση λόγω COVID, καταγράφονται ετήσιες σημαντικές αυξήσεις και μεγαλύτερη αύξηση στο επόμενο έτος, 2021 (+24,5%), και το 2022 (+24,2%). Το 2023 εξελίχθηκε σε αρκετά καλή χρονιά, καθώς συνεχίζεται η ανοδική τάση, και εμφανίζει αύξηση 4,9% (+330.000 λίτρα αλκοόλης ή 1,18 εκατομμύρια φιάλες).
300 επιχειρήσεις παραγωγής σε όλη την Ελλάδα
Στον κλάδο της παραγωγής αλκοολούχων ποτών δραστηριοποιούνται περίπου 300 επιχειρήσεις –αποσταγματοποιεία και ποτοποιεία– , που παρέχουν προϊόντα με καθιερωμένα εμπορικά σήματα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Στην πλειονότητά τους, οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα και τοπικής εμβέλειας, διεσπαρμένες κυρίως στην περιφέρεια .
Σε γενικές γραμμές, η ελληνική ποτοποιία έχει δείξει σημαντική πρόοδο στην πάροδο των χρόνων, διατηρώντας τη δυναμική της πορεία μέσα στις δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν από το 2010. Η πανδημία αποτέλεσε μια δοκιμασία για τον κλάδο, καθώς επηρέασε ιδιαίτερα την εγχώρια κατανάλωση. Το 2021 ο κλάδος άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει στα προ COVID επίπεδα, με το 2022 να αποτελεί μια χρονιά-ορόσημο για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών, καθώς καταγράφηκαν σημαντικές αυξήσεις (σε επίπεδο όγκου), τόσο στην παραγωγή +12,5% και στην κατανάλωση +24,2% όσο και στις εξαγωγές +5,2%.
Το 2023 καταγράφηκε ελαφρά κάμψη στην ανοδική πορεία του κλάδου αλκοολούχων, με την παραγωγή να μειώνεται κατά 2,3% (-482.000 λίτρα αλκοόλης) και τις εξαγωγές να κινούνται επίσης καθοδικά κατά 4,3% (-610.000 λίτρα αλκοόλης). Εξαίρεση εμφανίζει η κατανάλωση των εγχωρίως παραγόμενων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, που εμφανίζει αύξηση +4,9% (+330.000 λίτρα αλκοόλης).
Κυριαρχεί το ούζο – Ανοδική η πορεία για το τσίπουρο
Να σημειωθεί ότι το ούζο παραμένει κυρίαρχο στην εγχώρια παραγωγή, με 12,8 εκατομμύρια λίτρα το 2023, από 13,5 εκατομμύρια το 2022. Ακολουθούν τα λοιπά αλκοολούχα ποτά, με παραγωγή 4,8 εκατομμυρίων λίτρων πέρυσι, από 4,9 εκατομμύρια λίτρα το 2022, και αμέσως μετά το τσίπουρο, το οποίο δείχνει μια σταθερά ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια και με την παραγωγή του να ανέρχεται στα 2,1 εκατομμύρια λίτρα το 2023, έναντι 1,9 εκατομμυρίων λίτρων το 2022. Στην τελευταία θέση βρίσκονται τα λικέρ, με 1,1 εκατομμύρια λίτρα το 2023, από 0,9 εκατομμύρια λίτρα το 2022.
Ανοδικά οι εξαγωγές σε όγκο και αξία
Ο κλάδος της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας χαρακτηρίζεται από υψηλή εξωστρέφεια, με ανοδική πορεία στις εξαγωγές, όπως αποτυπώνεται και από τα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους της τελευταίας δεκαετίας, όπου καταγράφεται αύξηση κατά 18,1% ως προς τον όγκο, κάτι που σημαίνει αύξηση κατά 2 εκατομμύρια λίτρα αλκοόλης ή κατά 7,4 εκατομμύρια φιάλες. Το 2023 παρατηρήθηκε κάμψη της ποσότητας των εξαγωγών των αλκοολούχων ποτών της ελληνικής παραγωγής κατά 4,8%. Επί της ουσίας, οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε 13,5 εκατομμύρια λίτρα, από 14,1 εκατομμύρια λίτρα που ήταν το 2022. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat που επεξεργάστηκε ο ΣΕΑΟΠ, το 2023 έκλεισε με αύξηση της αξίας των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών κατά 9,4%, ξεπερνώντας το φράγμα των 100 εκατομμυρίων ευρώ, και συγκεκριμένα από τα 97 εκατομμύρια ευρώ στα 106 εκατομμύρια ευρώ.
Πηγή: capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου