Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Στο κατώφλι της φτώχειας το 23,1% των Ελλήνων

Το 23,1% του πληθυσμού της χώρας, ή 914.873 νοικοκυριά με 2.535.700 άτομα, ως μέλη, ήταν το 2012 (εισοδήματα 2011) σε κίνδυνο φτώχειας...

ποσοστό που ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη. Ενώ, εάν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ήταν 3.795.100 άτομα (επιπλέον 391.800 άτομα σε σχέση με το 2011) ή το 34,6% του συνόλου του πληθυσμού, που αποτελεί το 3ο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά τη Βουλγαρία και τη Λετονία. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν, από την έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης των νοικοκυριών. Σημειώνεται ότι, δεν περιλαμβάνονται στην έρευνα οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως άστεγοι, άτομα σε ιδρύματα, παράνομοι οικονομικοί μετανάστες, Ρομά, κ.λπ. Σύμφωνα με την έρευνα, το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.708 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 11.986 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Όταν, το μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 10.676 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε 17.977 ευρώ. Μάλιστα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή, μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) αυξάνεται από το 23,1% σε 49,8%, ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνον οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 26,8%. Σημειώνεται ότι, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις-συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων- αποτελούν το 40,5% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 36,1%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 4,4%.
Το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται περισσότερο από τη φτώχεια, ως προς το σύνολο του πληθυσμού, είναι:
- Μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί (66%)
- 'Ανδρες άνεργοι (52,1%)
- Λοιποί μη οικονομικά ενεργοί (εκτός συνταξιούχων (33,3%)
- Παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (26,9%)
- Μονοπρόσωπα νοικοκυριά με μέλος θήλυ (24,1%)
- Νοικοκυριά με έναν ενήλικα ηλικίας 65 ετών και άνω (23,5%)

Επίσης, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες (23,6% έναντι 22,5%).
Όσον αφορά στον πληθυσμό που βρίσκεται σε σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό (πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή με υλικές στερήσεις, δηλαδή πληθυσμός που στερείται τουλάχιστον 4 από ένα κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών, ή που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας), από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν τα εξής:
• Ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, ανέρχεται στο 34,6% του πληθυσμού της χώρας. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος για άτομα ηλικίας 18- 64 ετών (37,7%)
• Ο πληθυσμός ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται για τους Έλληνες σε 36% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 62,7%
• Ο πληθυσμός ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, αλλά γεννήθηκαν σε χώρα εκτός Ελλάδας σε 56,4%
Μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας (23,1%) και στην Ισλανδία το χαμηλότερο (7,9%). Σε σχέση με τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό, τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζουν η Βουλγαρία (49,3%), η Λετονία (36,6%) και η Ελλάδα (34,6%). Τα χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζουν η Ισλανδία (12,7%), η Νορβηγία (13,8%) και η Ολλανδία (15%.

Κόβουν από παντού

Σχεδόν τα πάντα έχουν περιορίσει τα νοικοκυριά από την κατανάλωση, καθώς συνεχίζεται η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε στα 1.637,10 ευρώ το 2012, καταγράφοντας μείωση κατά 10,2% σε σύγκριση με το 2011. Ενώ, σε σύγκριση με το 2008, όταν η μέση μηνιαία δαπάνη ήταν 2.401,44 ευρώ (σε σταθερές τιμές 2012), προκύπτει μείωση κατά 31,8% (σε σταθερές τιμές) και κατά 22,7% σε τρέχουσες τιμές. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών 2012 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), βάσει, επίσης, των οποίων: Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2011), καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών, σε τρέχουσες τιμές, για ένδυση- υπόδηση (15,3%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (15,3%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (15,1%), αναψυχή και πολιτισμό (15%), διαρκή αγαθά (13,7%), μεταφορές (12,6%), εκπαίδευση (10%), υγεία (8,6%). Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για είδη διατροφής (7,5%), επικοινωνίες (7,5%), οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (5,7%) και στέγαση (1,3%).Στα είδη διατροφής, παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά και χυμούς (19,3%), ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά (18,4%), καφέ, τσάι και κακάο (13,9%), ψάρια (11,2%), φρούτα (8,5%), κρέας (7,6%), λαχανικά (7%), λοιπά είδη διατροφής (5,1%), αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (4,1%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (4%), έλαια και λίπη (0,7%).Την περίοδο από το 2008 έως το 2012, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών για είδη ένδυσης και υπόδησης, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού (από 8,2% το 2008 σε 5,8% το 2012) και για διαρκή αγαθά (από 7,1% το 2008 σε 5,8% το 2012).Σε σύγκριση με το 2011, παρατηρείται σημαντική αύξηση της κατανάλωσης αγαθών από ιδία παραγωγή (από 0,7% το 2011 σε 1,1% το 2012, επί του οικογενειακού προϋπολογισμού).Η μέση μηνιαία ποσότητα υγρών καυσίμων, υγραερίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία μειώθηκε κατά 14,7%, 7,9% , 2,1% και 0,5% αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κλπ.) αυξήθηκε κατά 46,4%.Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,1%) και ακολουθούν η στέγαση (13,9%) και οι μεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,5%).Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.298,23 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.717,06 ευρώ. Όσον αφορά στις συνθήκες διαβίωσης, από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι: α) αυξήθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που διαθέτουν:
• ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (+4,2%), τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (+1,2%),κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (+1,8%), β) μειώθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης (μεταβολή 22,6%), κατέχουν ή νοικιάζουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (- 2,8%), λόγω μείωσης των ενοικιαζόμενων και των εξοχικών που έγιναν κύριες κατοικίες,
• διέθεταν τουλάχιστον, ένα επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ (-0,6%), ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων μειώθηκε κατά 3,1%.
Σχετικά με την ανισότητα, το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,9 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 το 2011). Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,3% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 19,2%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κ.λπ.), η δαπάνη για την υγεία ανέρχεται στο 7,3% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,5%.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα καταναλωτικά πρότυπα έχουν ως εξής: Στην Ελλάδα, στην Εσθονία και στη Λετονία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής, τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για την Ισπανία και την Ιταλία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,7% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Εσθονία, έως 3,5% στην Ελλάδα. H Ελλάδα και η Λετονία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (6,4% και 5,9 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου