Τη διαδικασία για τις δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ προσδιορίζει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας...
με τα κείμενα που τέθηκαν σήμερα σε δημόσια διαβούλευση, η οποία θα διαρκέσει έως τις 30 Μαίου.
Οι δημοπρασίες αναμένεται να ξεκινήσουν το φθινόπωρο και αποτελούν μεταβατικό στάδιο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Την ενέργεια θα μπορούν να αγοράζουν προμηθευτές με την υποχρέωση να τη διαθέτουν σε καταναλωτές εντός της χώρας.
Οι δημοπρασίες θα γίνουν για 7,5 τερραβατώρες ετησίως, μέγεθος που αντιστοιχεί περίπου σε 850 MW ισχύος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2013, η λιγνιτική παραγωγή καλύπτει το 46% και η υδροηλεκτρική στο 11% της συνολικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα (εκτός νησιών).
Δεδομένου ότι παράλληλα κινείται η διαδικασία διαχωρισμού και πώλησης μονάδων της ΔΕΗ για τη δημιουργία της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», ενδέχεται ο ιδιοκτήτης της νέας εταιρίας να υποχρεωθεί να θέτει και αυτός σε δημοπρασία ένα μέρος της παραγόμενης ενέργειας από λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Από την ανάλυση των συνθηκών που επικρατούν στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που έκανε η ΡΑΕ ενόψει των δημοπρασιών προκύπτουν μεταξύ άλλων τα εξής:
-«Η αποκλειστική πρόσβαση της ΔΕΗ στους λιγνιτικούς και υδάτινους πόρους, οι οποίοι αποτελούν οικονομικότερους πόρους ηλεκτροπαραγωγής σε σχέση με άλλα συμβατικά καύσιμα, της προσδίδει κρίσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των δυνητικών ανταγωνιστών της στην χονδρεμπορική αγορά, οι οποίοι έχουν ως μόνη επιλογή το φυσικό αέριο ως καύσιμο των σταθμών τους. Το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα της ΔΕΗ μετακυλύεται και στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, δημιουργώντας έτσι σημαντικά εμπόδια εισόδου νέων προμηθευτών στην αγορά».
-«Μικρής κλίμακας διείσδυση νεοεισερχόμενων στην αγορά προμήθειας μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών εξαιτίας των στρεβλώσεων που εξακολουθούν να υφίστανται σε κάποιες περιπτώσεις. Η σταδιακή κατάργηση των στρεβλώσεων αυτών απαιτεί μια μεταβατική περίοδο δύο-τριών ετών, δεδομένου ότι τυχόν απότομες διακυμάνσεις στα τιμολόγια προμήθειας ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, ειδικότερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που διανύουμε».
- «Λόγω της οικονομικής κρίσης, οι προοπτικές για τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι αισιόδοξες. Το ποσοστό των ατόμων ή επιχειρήσεων που δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος έχει αυξηθεί σημαντικά. Ειδικά οι επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης και ισχυρό ανταγωνισμό από τις ξένες αγορές, δεν είναι σε θέση να παραμείνουν ανταγωνιστικές (όχι μόνο λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους), και, ως συνέπεια, αποσύρονται από την αγορά οδηγώντας σε περαιτέρω πτώση της ζήτησης».
Οι δημοπρασίες αναμένεται να ξεκινήσουν το φθινόπωρο και αποτελούν μεταβατικό στάδιο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Την ενέργεια θα μπορούν να αγοράζουν προμηθευτές με την υποχρέωση να τη διαθέτουν σε καταναλωτές εντός της χώρας.
Οι δημοπρασίες θα γίνουν για 7,5 τερραβατώρες ετησίως, μέγεθος που αντιστοιχεί περίπου σε 850 MW ισχύος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2013, η λιγνιτική παραγωγή καλύπτει το 46% και η υδροηλεκτρική στο 11% της συνολικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα (εκτός νησιών).
Δεδομένου ότι παράλληλα κινείται η διαδικασία διαχωρισμού και πώλησης μονάδων της ΔΕΗ για τη δημιουργία της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», ενδέχεται ο ιδιοκτήτης της νέας εταιρίας να υποχρεωθεί να θέτει και αυτός σε δημοπρασία ένα μέρος της παραγόμενης ενέργειας από λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Από την ανάλυση των συνθηκών που επικρατούν στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που έκανε η ΡΑΕ ενόψει των δημοπρασιών προκύπτουν μεταξύ άλλων τα εξής:
-«Η αποκλειστική πρόσβαση της ΔΕΗ στους λιγνιτικούς και υδάτινους πόρους, οι οποίοι αποτελούν οικονομικότερους πόρους ηλεκτροπαραγωγής σε σχέση με άλλα συμβατικά καύσιμα, της προσδίδει κρίσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των δυνητικών ανταγωνιστών της στην χονδρεμπορική αγορά, οι οποίοι έχουν ως μόνη επιλογή το φυσικό αέριο ως καύσιμο των σταθμών τους. Το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα της ΔΕΗ μετακυλύεται και στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, δημιουργώντας έτσι σημαντικά εμπόδια εισόδου νέων προμηθευτών στην αγορά».
-«Μικρής κλίμακας διείσδυση νεοεισερχόμενων στην αγορά προμήθειας μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών εξαιτίας των στρεβλώσεων που εξακολουθούν να υφίστανται σε κάποιες περιπτώσεις. Η σταδιακή κατάργηση των στρεβλώσεων αυτών απαιτεί μια μεταβατική περίοδο δύο-τριών ετών, δεδομένου ότι τυχόν απότομες διακυμάνσεις στα τιμολόγια προμήθειας ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, ειδικότερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που διανύουμε».
- «Λόγω της οικονομικής κρίσης, οι προοπτικές για τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι αισιόδοξες. Το ποσοστό των ατόμων ή επιχειρήσεων που δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος έχει αυξηθεί σημαντικά. Ειδικά οι επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης και ισχυρό ανταγωνισμό από τις ξένες αγορές, δεν είναι σε θέση να παραμείνουν ανταγωνιστικές (όχι μόνο λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους), και, ως συνέπεια, αποσύρονται από την αγορά οδηγώντας σε περαιτέρω πτώση της ζήτησης».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου