Σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες συντριβής αεροσκαφών μπορούν να αποκαλύπτουν τα smartphones των επιβατών...
όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του New Scientist, με αφορμή τη μοιραία πτήση ΜΗ370 των Malaysia Airlines.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ερευνητές ελπίζουν στον εντοπισμό των αποκαλούμενων «μαύρων κουτιών» - ωστόσο, σε περίπτωση που αυτά έχουν καταστραφεί ή χαθεί, ενδεχομένως να αποτελεί εναλλακτική η εξέταση των smartphones, καθώς οι αισθητήρες και οι εφαρμογές τους μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το τι συνέβη σε μία πτήση.
Αν και οι μπαταρίες λιθίου δεν επιβιώνουν κάτω από το νερό, είναι δυνατή η ανάλυση των μικροτσίπ και η χρήση ειδικού εξοπλισμού για την εξέταση των δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε κάποια εξαρτήματα. Κάποιοι φορείς όπως η γαλλική υπηρεσία ΒΕΑ χρησιμοποιούν ήδη τέτοιες τεχνολογίες.
Επίσης, νωρίτερα μέσα στον μήνα η αμερικανική εταιρεία 4Discovery προέβη σε δοκιμή, κατά την οποία τοποθετήθηκε ένα smartphone μέσα σε θάλαμο υψηλής πίεσης με θαλασσινό νερό. Μετά από μία εβδομάδα, η εξέταση των τσιπ μνήμης που ανακτήθηκαν αποκάλυψε email, μηνύματα, φωτογραφίες και βίντεο.
Ωστόσο, καθώς οι αισθητήρες των τηλεφώνων (αξελερόμετρα, γυροσκόπια, GPS, μαγνητόμετρα κλπ) γίνονται όλο και πιο εξελιγμένοι και ευαίσθητοι, θεωρείται πως μπορούν να παρέχουν μεγάλο όγκο πληροφοριών για ένα δυστύχημα – από την ταχύτητα ενός αεροσκάφους, την κατεύθυνσή του, ακόμη και την πίεση στην καμπίνα. Επίσης, πολύ χρήσιμες θα μπορούσαν να φανούν και wearable συσκευές, όπως το Google Glass ή συσκευές fitness.
«Μπορώ να φανταστώ ότι κάποια δεδομένα από φορητές και wearable συσκευές θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες σε μία έρευνα. Η ψηφιακή σήμανση δεν είναι μόνο για κυβερνοεγκλήματα, αλλά και φόνους, απαγωγές και διαρρήξεις – γιατί όχι και στο πλαίσιο ερευνών για συντριβές αεροσκαφών;» αναφέρει ο Κρις Χάργκριβς, του βρετανικού Centre for Forensic Computing and Security.
Επίσης, ο Μάθιου Γκριβς, του Cranfield University, επισημαίνει ότι gadgets που βρίσκονταν σε πτήσεις χρησιμοποιούνται ήδη σαν εργαλεία σήμανσης για μικρά αεροσκάφη. «Οι ερευνητές τακτικά εξάγουν ό,τι μπορούν από iPad, κάμερες κρανών, ακόμη και μονάδες GPS που δεν χρησιμοποιούνταν. Αυτές συχνά καταγράφουν δεδομένα που δεν προβάλλονται στον χρήστη, και μπορούν να ανακτηθούν μετά από ένα ατύχημα».
Ωστόσο, εκτιμά ότι, καθώς τα smartphones δεν έχουν τα υψηλά στάνταρ ακριβείας που απαιτούνται στην αεροπορία, ενδεχομένως τα πραγματικά χρήσιμα δεδομένα ίσως να είναι περιορισμένα- αν και αναγνωρίζει ότι αποτελεί «μάθημα» ο τρόπος με τον οποίο οι μηχανικοί της Inmarsat προσδιόρισαν την πορεία της πτήσης αναλύοντας επτά άδεια data packets που εστάλησαν από το αεροπλάνο σε δορυφόρο. «Η δουλειά της Inmarsat έδειξε ότι, όταν υπάρχει ανάγκη, οι ερευνητές μπορούν να καταφέρουν πολλά, αξιοποιώντας πολύ λίγα» καταλήγει.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ερευνητές ελπίζουν στον εντοπισμό των αποκαλούμενων «μαύρων κουτιών» - ωστόσο, σε περίπτωση που αυτά έχουν καταστραφεί ή χαθεί, ενδεχομένως να αποτελεί εναλλακτική η εξέταση των smartphones, καθώς οι αισθητήρες και οι εφαρμογές τους μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το τι συνέβη σε μία πτήση.
Αν και οι μπαταρίες λιθίου δεν επιβιώνουν κάτω από το νερό, είναι δυνατή η ανάλυση των μικροτσίπ και η χρήση ειδικού εξοπλισμού για την εξέταση των δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε κάποια εξαρτήματα. Κάποιοι φορείς όπως η γαλλική υπηρεσία ΒΕΑ χρησιμοποιούν ήδη τέτοιες τεχνολογίες.
Επίσης, νωρίτερα μέσα στον μήνα η αμερικανική εταιρεία 4Discovery προέβη σε δοκιμή, κατά την οποία τοποθετήθηκε ένα smartphone μέσα σε θάλαμο υψηλής πίεσης με θαλασσινό νερό. Μετά από μία εβδομάδα, η εξέταση των τσιπ μνήμης που ανακτήθηκαν αποκάλυψε email, μηνύματα, φωτογραφίες και βίντεο.
Ωστόσο, καθώς οι αισθητήρες των τηλεφώνων (αξελερόμετρα, γυροσκόπια, GPS, μαγνητόμετρα κλπ) γίνονται όλο και πιο εξελιγμένοι και ευαίσθητοι, θεωρείται πως μπορούν να παρέχουν μεγάλο όγκο πληροφοριών για ένα δυστύχημα – από την ταχύτητα ενός αεροσκάφους, την κατεύθυνσή του, ακόμη και την πίεση στην καμπίνα. Επίσης, πολύ χρήσιμες θα μπορούσαν να φανούν και wearable συσκευές, όπως το Google Glass ή συσκευές fitness.
«Μπορώ να φανταστώ ότι κάποια δεδομένα από φορητές και wearable συσκευές θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες σε μία έρευνα. Η ψηφιακή σήμανση δεν είναι μόνο για κυβερνοεγκλήματα, αλλά και φόνους, απαγωγές και διαρρήξεις – γιατί όχι και στο πλαίσιο ερευνών για συντριβές αεροσκαφών;» αναφέρει ο Κρις Χάργκριβς, του βρετανικού Centre for Forensic Computing and Security.
Επίσης, ο Μάθιου Γκριβς, του Cranfield University, επισημαίνει ότι gadgets που βρίσκονταν σε πτήσεις χρησιμοποιούνται ήδη σαν εργαλεία σήμανσης για μικρά αεροσκάφη. «Οι ερευνητές τακτικά εξάγουν ό,τι μπορούν από iPad, κάμερες κρανών, ακόμη και μονάδες GPS που δεν χρησιμοποιούνταν. Αυτές συχνά καταγράφουν δεδομένα που δεν προβάλλονται στον χρήστη, και μπορούν να ανακτηθούν μετά από ένα ατύχημα».
Ωστόσο, εκτιμά ότι, καθώς τα smartphones δεν έχουν τα υψηλά στάνταρ ακριβείας που απαιτούνται στην αεροπορία, ενδεχομένως τα πραγματικά χρήσιμα δεδομένα ίσως να είναι περιορισμένα- αν και αναγνωρίζει ότι αποτελεί «μάθημα» ο τρόπος με τον οποίο οι μηχανικοί της Inmarsat προσδιόρισαν την πορεία της πτήσης αναλύοντας επτά άδεια data packets που εστάλησαν από το αεροπλάνο σε δορυφόρο. «Η δουλειά της Inmarsat έδειξε ότι, όταν υπάρχει ανάγκη, οι ερευνητές μπορούν να καταφέρουν πολλά, αξιοποιώντας πολύ λίγα» καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου